Ἄλγους

Ἄλγους
Ἄλγος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄλγους — ἄλγος pain neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλγητικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους, δηλαδή του πόνου. Τα α. είναι διαφόρων κατηγοριών. Τα ειδικά α. είναι φάρμακα που με τις ενέργειές τους είτε εμποδίζουν τις αλγογόνες ουσίες να ερεθίσουν τις νευρικές… …   Dictionary of Greek

  • άλγυνσις — ἄλγυνσις ( εως), η (Α) [ἀλγύνω] πρόκληση άλγους, λύπης …   Dictionary of Greek

  • αλγεινότητα — η [ἀλγεινός] πρόκληση άλγους, το να είναι κάτι αλγεινό, οδυνηρό …   Dictionary of Greek

  • νοσταλγία — η (Μ νοσταλγία) [νοσταλγώ] βαθύς πόθος, λαχτάρα για επιστροφή στην πατρίδα, ανάμικτος με συναισθήματα θλίψης και ψυχικού άλγους νεοελλ. ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανάμικτα συναισθήματα επιθυμίας, ελπίδας, θλίψης και ανησυχίας τα… …   Dictionary of Greek

  • αναλγησία — η 1. απονιά, αδιαφορία: Η αναλγησία του ανθρώπου αυτού είναι πολύ γνωστή. 2. (ιατρ.), έλλειψη αισθήματος του άλγους, του πόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλγητικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εξαφάνιση του άλγους, του πόνου: Στο εμπόριο κυκλοφορούν πολλά αναλγητικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”